συμφυτικός

συμφυτικός
-ή, -ό / συμφυτικός, -ή, -όν, ΝΑ [σύμφυτος]
αυτός που επιφέρει σύμφυση
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύμφυση
2. ιατρ. (για φλεγμονή) αυτή που προκαλεί συμφύσεις μεταξύ οργάνων ή ιστών τού σώματος, οι οποίοι είναι φυσιολογικά χωριστοί (α. «συμφυτική πλευρίτιδα» β. «συμφυτική περικαρδίτιδα»)
αρχ.
(για πληγή) αυτός που τείνει να επουλωθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμφυτικά — συμφυτικός causing to unite neut nom/voc/acc pl συμφυτικά̱ , συμφυτικός causing to unite fem nom/voc/acc dual συμφυτικά̱ , συμφυτικός causing to unite fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυτικόν — συμφυτικός causing to unite masc acc sg συμφυτικός causing to unite neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”